ημίμετρο

ημίμετρο
το
ανεπαρκής τρόπος ενέργειας: Η κυβέρνηοη προσπαθεί με ημίμετρα να αντιμετωπίσει το οικονομικό πρόβλημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ημίμετρο — το (Α ἡμίμετρον) (νεοελλ. συν. στον πληθ.) τα ημίμετρα τρόποι ή μέσα ενέργειας που δεν είναι επαρκή και αποτελεσματικά για την αντιμετώπιση μιας κατάστασης, διαβήματα που δεν τελεσφορούν αρχ. μισό μέτρο, το μισό μιας μετρικής μονάδας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”